προσανεγείρω

προσανεγείρω
Μ
1. ανεγείρω κάτι επιπροσθέτως
2. εγείρω, ανυψώνω («τό... πέλαγος... κύματα μακρά... προσανεγεῑρον τοῑς πλέουσιν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνεγείρω «ανυψώνω, χτίζω, οικοδομώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”